Ο χέρι του
πατέρα αφέθηκε ψυχρό στην παλάμη της. Η Ελιζαβέτα κοίταξε το χλωμό του πρόσωπο
και σαν ένα βέλος να διαπέρασε την καρδιά της. Αμέτρητα ερωτήματα μούδιαζαν το μυαλό, ο πόνος δεν την
άφηνε να σκεφτεί, ούτε να αναπνεύσει. Ανίκανη να συνειδητοποιήσει ότι ο πατέρας
της μόλις είχε πεθάνει, πάλευε ανάμεσα
στο αληθινό και στο ψεύτικο, στο παρελθόν και στο παρόν. Δεν ένιωθε τα πόδια
της μα κοιτούσε χαμένη τα γκρι του μάτια : μια εικόνα που θα την στοίχειωνε σε
όλη της τη ζωή. Ήταν Χριστούγεννα.
Δεν τα γιόρτασαν ούτε εκείνη την χρονιά, ούτε την
επόμενη και δεν θα τα γιόρταζαν ποτέ.
Άλλωστε δεν είχε σημασία. Τίποτα δεν είχε σημασία πια. Τίποτα δεν ήταν ζωντανό
μέσα σε αυτό το σπίτι που κάποτε έλαμπε από χαρά, τσακωμούς και γκρίνια. Μα
κανένας δεν ήθελε να διαφυλάξει αυτές τις αναμνήσεις στην καρδιά του. Ασυνείδητα
τις θεωρούσαν βάρος και ευθύνη και τις άφηναν να πλανώνται ανάμεσα στα παλαιά έπιπλα. Ο χρόνος πέρναγε χωρίς ουσία ενώ το άδειο
βλέμμα της μητέρας κοιτούσε συνεχώς είτε κάποιο παράθυρο, είτε το τζάκι, ποτέ
όμως τα γερασμένα πρόσωπα των παιδιών της που ήταν υπερβολικά νέα και αθώα για
να έχουν τόσες ευθύνες.
H Ελιζαβέτα έπλενε τα
πιάτα. Η χαλασμένη εξώπορτα άνοιξε και ο δυνατός χειμωνιάτικος αέρας ταξίδευε μέσα από τα δωμάτια. Η μητέρα κάθονταν
δίπλα μα δεν έκανε καμία κίνηση να την κλείσει.
Η κοπέλα παρατηρούσε επίμονα τις αντιδράσεις της μητέρας μα έπειτα όταν
πια κατάλαβε ότι δεν είχε σκοπό να σηκωθεί,
έκλεισε την βρύση η ίδια, κατευθύνθηκε
προς την πόρτα και την βρόντηξε με θυμό. Περπάτησε προς την κουζίνα όταν
η εξώπορτα άνοιξε ξανά. Αυτή τη φορά ο μικρός της αδερφός μπήκε στο σπίτι με ελαφρά βήματα. Στα χέρια του κρατούσε την μαύρη παλαιά του
σάκα. Την άφησε απαλά πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Χαμογέλασε στη μητέρα του μα αυτή έγειρε το κεφάλι της προς
τα κάτω. Η Ελιζαβέτα τον λυπήθηκε αλλά δεν είπε κουβέντα. Ο Βάνια στράφηκε προς
το μέρος της σαν να αναζητάει κάποια ελπίδα
μα η κοπέλα προσποιήθηκε ότι δεν το πρόσεξε. Μάζεψε την σάκα και πήγε
στο δωμάτιο του.
«Ποτέ δεν κάνεις τίποτα, δεν ασχολείσαι με τίποτα από τότε που πέθανε
ο πατέρας. Δεν το καταλαβαίνεις; Άκου με! Αν δεν θέλεις να το κάνεις για μένα
κάντο έστω για τον γιο σου! Είναι εννιά χρονών ! Περιμένει λίγη στοργή από
εσένα μα εσύ δεν του δίνεις τίποτα! Τι μάνα είσαι…;» φώναξε
η Ελιζαβέτα στην μητέρα όταν πια σιγουρεύτηκε ότι ο μικρός της αδερφός
δεν άκουγε.
«Και γιατί δεν ασχολείσαι εσύ ε;» Η μητέρα την διέκοψε. Τα μάγουλα της
κοκκίνισαν. Έμοιαζε απελπισμένη.
«Δεν μπορώ! Δεν! Μπορώ!» Η
Ελιζαβέτα άφησε τα δάκρυα που κρατούσε
τόσο καιρό να κυλήσουν. Δεν πρόσθεσε τίποτα άλλο. Μέσα της όμως τα συναισθήματα
και οι λέξεις που είχαν ειπωθεί τύλιγαν ένα απέραντο κουβάρι πόνου. Ήξερε ότι η
γαλήνη, η ηρεμία και η ευγένεια στο πρόσωπο του αδερφού της ήταν αυτά που της δημιουργούσαν τις
περισσότερες τύψεις. Της θύμιζαν τον πατέρα της. Την κατεδίωκαν κάθε μέρα και κάθε νύχτα. Ο
πατέρας της δεν θα ήταν περήφανος. Θα την συμβούλευε να σώσει τον αδερφό της
από αυτή την μοναξιά. Θα της έλεγε ότι
του αξίζει μια καλύτερη συμπεριφορά από την ίδια και την μητέρα. Σκούπισε τα
δάκρυα. Ο πατέρας της είχε πεθάνει. Τους είχε εγκαταλείψει βίαια και
απροειδοποίητα. Δεν έπρεπε να τον αφήνει να καθορίζει την διάθεση της. Δεν
έφταιγε αυτή. Ο αδερφός της θα πάρει τη
ζωή του στα χέρια του, αν όχι σήμερα, σίγουρα κάποτε θα γίνει.
Η μητέρα άπραγη, τώρα, την κοίταζε χωρίς συναίσθημα. Στα μάτια της
καθρεφτίζονταν οι φλόγες από το τζάκι. Η Ελιζαβέτα δεν ήθελε να την λυπηθεί,
ούτε να της δείξει συμπόνια. Δεν της
άξιζε άλλωστε.
Τα πόδια
της με δύναμη πατούσαν το λευκό χιόνι
και την οδηγούσαν σε άγνωστους δρόμους. Δεν είχε ιδέα που πήγαινε και ούτε και την ένοιαζε. Οι σκέψεις έπνιγαν τον ήχο του βήματος της.
Ήθελε να πάψει να υπάρχει το αφηρημένο βλέμμα της μητέρας που έκανε το αίμα της
να βράζει. Ήθελε να πάψει να ζει σε αυτό
το καταραμένο σπίτι που μόνο εφιάλτες της προκαλούσε.
Λίγο πιο πέρα έπαιζαν μια παρέα
μικρών παιδιών. Γέλαγαν και ζωγράφιζαν
σχέδια στο χιόνι. Τα πρόσωπα τους ήταν γνώριμα.
Ήταν στην τάξη του Βάνια. Όταν
αντιλήφθηκαν την παρουσία της, ψιθύρισαν κάτι και απομακρύνθηκαν βιαστικά. Η
Ελιζαβέτα τους αγριοκοίταξε. Έπειτα συλλογίστηκε το λυπημένο πρόσωπο του μικρού
της αδερφού. Μονομιάς έδιωξε αυτή τη σκέψη από το μυαλό της. Δεν έφταιγε αυτή
που πέθανε ο πατέρας. Δεν ήταν δικός της πρόβλημα. Όχι.
Σταμάτησε. Γύρω της πια δεν
υπήρχε τίποτα. Δεν ακούγονταν τίποτα παρά ο δυνατός αέρας και κάτι άλλο… κάτι
σαν τουρτούρισμα. Μπορεί να ήταν άνθρωπος. Ή μάλλον ζώο. Ζώο πρέπει να ήταν.
Κινήθηκε λίγα βήματα πίσω.
Ο ήχος προέρχονταν από ένα στενό σοκάκι. Για λίγο
δίστασε. Ποιος νοιάζεται; Τα πόδια
της έδρασαν παρά τους φόβους της. Ένιωθε
την υγρασία πάνω στο δέρμα της. Σιχαίνονταν την υγρασία. Ανάμεσα σε δύο σπασμένα τούβλα κοιμούνταν ένα
πλάσμα, μια μικρή γάτα. Το τρίχωμα της είχε καλυφθεί από την πολλή σκόνη ενώ το
μικροσκοπικό της σώμα έτρεμε από τη παγωνιά του χειμώνα. Η καρδιά της Ελιζαβέτα σκίρτησε. Δεν το
περίμενε αυτό. Ένας λυγμός ανέβηκε προς τον λαιμό της. Ένιωθε λες και κάποιος
ήθελε να την δοκιμάσει. Κοίταξε τον
κατάμαυρο ουρανό και έπειτα την γάτα. Δεν πρόκειται να την έσωζε. Γύρισε την
πλάτη της και απομακρύνθηκε. Αν δεν
είναι η ίδια χαρούμενη δεν αξίζει να είναι και κανένας άλλος.
Εκείνο το
βράδυ κάτι ψυχρό καταστάλαξε πάνω στη γάμπα της. Την καρδιά τη όμως την ένιωσε
ζεστή και αγνή για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό. Σαν να είχε απαλλαχτεί για
λίγο από τις έγνοιες και τα προβλήματα της. Άνοιξε τα μάτια της και απότομα
τράβηξε τα πόδια της στην άκρη του κρεβατιού. Το πλάσμα πετάχτηκε μακριά από το
σώμα της. Κόντεψε να φωνάξει μα τελευταία στιγμή υποχώρησε. Πάνω στο ξύλινο πάτωμα περιφέρονταν η γάτα.
Η ετοιμοθάνατη γάτα που είχε αρνηθεί να
σώσει την προηγούμενη μέρα. Η Ελιζαβέτα μπερδεμένη ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε
καλά. Ήθελε να πιστέψει ότι βρίσκονταν σε κάποιο όνειρο μα οι έντονες αισθήσεις
της την έπεισαν ότι αυτό που έβλεπε ήταν
αληθινό. Η γάτα περιφέρονταν γύρω από το
κρεβάτι σαν να ήθελε να της πει κάτι. Η
Ελιζαβέτα σκέφτηκε να την πετάξει έξω. Μέσα της όμως ήξερε ότι δεν έπρεπε να
την αγγίξει. Το τρίχωμα της που άλλοτε
ήταν βρώμικο τώρα ήταν περιποιημένο και απαλό. Το πλάσμα συνοδεύονταν από μια ασημένια ομίχλη που την ακολουθούσε σε κάθε της βήμα. Ήταν κάτι ανάμεσα σε υγρό
και αέριο. Έμοιαζε με πνεύμα. Το φως που εξέπεμπε αντανακλώνταν στους τοίχους
του δωματίου σχηματίζοντας σκιές. Η κοπέλα
τις παρατηρούσε με δέος. Τα μάτια της έλαμπαν.
Το πνεύμα διέσχισε το μικρό τους σπίτι και προσπερνώντας το
κρεβάτι της μητέρας της μετακινήθηκε
προς το σαλόνι. Έμεινε για λίγο ακίνητο μα έπειτα άρχισε επίμονα να διαγράφει
κύκλους γύρω από το φθαρμένο χαλάκι στο κέντρο του δωματίου που με τον καιρό
είχε χάσει την ζωντάνια των χρωμάτων του. Η Ελιζαβέτα το παρατήρησε. Με μια
κίνηση το τράβηξε μακριά και μπροστά της διέκρινε μια καταπακτή. Η παρουσία της
γάτας δεν ήταν τυχαία. Ήθελε κάτι να της δείξει. Κάτι που η κοπέλα δεν είχε
ξαναδεί. Με το χέρι της έδιωξε την σκόνη
πάνω από την ξύλινη αυτή κρύπτη που τόσο καιρό βρίσκονταν κρυμμένη. Έπιασε με
δύναμη το χερούλι. Όταν απότομα το τράβηξε προς το μέρος της ένα κύμα σκόνης πετάχτηκε μέσα από τον
υπόγειο σκοτεινό χώρο. Το πνεύμα με ένα
σάλτο βρέθηκε μέσα. Η Ελιζαβέτα είχε σταματήσει να φοβάται, δεν είχε χρόνο να
σκεφτεί. Ακολουθώντας την γάτα κατέβηκε ξυπόλυτη ένα ένα τα ξύλινα σκαλιά που
έτριζαν σε κάθε της βήμα. Το δωμάτιο ήταν μικρό και ο φωτισμός ελάχιστος. Το
μετάνιωσε για μια στιγμή. Σκέφτηκε να ανεβεί γρήγορα πάνω, να πάρει ένα φακό
και να ξανακατεβεί. Προσπάθησε να εντοπίσει το πλάσμα ανάμεσα στα παλαιά
αντικείμενα. Το βρήκε να βηματίζει γύρω από μια κούτα. Το φώς που ενέπνεε ήταν
τώρα πιο έντονο. Η κοπέλα άνοιξε την κούτα και βρήκε μέσα ένα γράμμα και
κάποιες φωτογραφίες. Πήρε το γράμμα στα χέρια της. Η μητέρα της δεν έγραφε ποτέ
γράμματα. Δίστασε. Και αν το πνεύμα ήθελε να της δείξει κάτι για τον πατέρα
της; Η Ελιζαβέτα θα ήταν έτοιμη να το διαβάσει; Μία πλευρά του εαυτού της
φώναζε να φύγει από εκεί, να διώξει την γάτα που ποιος ξέρει για ποιον λόγο ζει
ακόμα και να ξεχάσει ότι συνέβη. Μια φωνούλα όμως της έλεγε να μείνει, να
μείνει δίπλα στην οικογένεια της, να διαβάσει το γράμμα, να αποδεχτεί την
αλήθεια και να λάβει τις ευθύνες της, μια φωνούλα που έμοιαζε με αυτή του
πατέρα της. Τα χέρια της έτρεμαν. Άνοιξε το γράμμα.
Αγαπητέ φίλε
Αλεξέι,
Η κόρη μου
μεγαλώνει γρήγορα κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. Έγινε μόλις πριν λίγες μέρες
οχτώ χρονών. Το πιστεύεις; Σαν χτες
θυμάμαι την ημέρα που γεννήθηκε. Ο καιρός ήταν μουντός, είχε συννεφιά και το
βλέμμα της ήταν κατσουφιασμένο λες και ήθελε να παραμείνει λίγο ακόμα στην
κοιλιά της μητέρας της, να γεννηθεί μια άλλη μέρα, πιο ηλιόλουστη. Και τώρα
είναι οχτώ χρονών! Μοιάζει ,η αλήθεια είναι, πολύ στον χαρακτήρα της μητέρας
της. Το καταλαβαίνω από τις εκφράσεις του προσώπου της, από τον τρόπο που
μιλάει. Που και που μας θυμώνει χωρίς λόγο και όταν θέλει κάτι το ζητάει
επίμονα και συνεχώς. Η γυναίκα μου συχνά μου περιγράφει της ανησυχίες της
σχετικά με την Ελιζαβέτα και τους τρόπους της. Εγώ όμως είμαι σίγουρος ότι θα
βρει τον δρόμο της. Άλλωστε είναι πολύ μικρή ακόμα. Ζητούσε εδώ και καιρό μια γατούλα. Η γυναίκα
μου ήταν εντελώς κάθετη σε αυτό.
Πιστεύει ότι θα είναι βάρος και
για αυτήν και για εμένα. Αν και συμφωνούσα μαζί της, έβλεπα την μικρή Ελιζαβέτα
που δεν έχει αδερφάκια ούτε παρέα μέσα
στο σπίτι και δεν άντεξα. Είπα να της κάνουμε το χατίρι. Και σαν από θαύμα
καθώς περπατούσα προς την πόλη είδα στην άκρη του δρόμου ένα μικρό πλάσμα να
χαροπαλεύει. Χωρίς πολλές σκέψεις το
πήγα σπίτι. Έπρεπε να δεις την χαρά που πήρε η Ελιζαβέτα! Τα ματάκια της έλαμπαν
από ενθουσιασμό! Δεν της είπα ότι την πήρα από το δρόμο. Θα ανησυχούσε και για
τα αδερφάκια της γατούλας, είμαι σίγουρος!
Η Ελιζαβέτα αδυνατούσε να πιστέψει αυτά που διάβαζε. Το βλέμμα της
είχε κολλήσει στις λέξεις. Μοιάζει στον
χαρακτήρα της μητέρας της, είμαι σίγουρος ότι θα βρει τον δρόμο της, ένα μικρό
πλάσμα να χαροπαλεύει. Τις διάβαζε ξανά και ξανά και ξανά. Ένας αφόρητος
κόμπος γεμάτος ενοχές κατακάθισε στον λαιμό της. Ο ίδιος κόμπος που είχε όταν
συνάντησε την ετοιμοθάνατη γάτα. Όχι, δεν ήταν πια μόνο μια πεισματάρα όπως
πίστευε ο πατέρας της. Είχε γίνει αδιάφορη και εγωίστρια. Είχε αλλάξει.
Μέσα στο φάκελο υπήρχε και μια φωτογραφία. Η κοπέλα με αργές κινήσεις το τράβηξε και το κοίταξε
προσεχτικά. Παρατήρησε το χαμόγελο το δικό της και έπειτα το χαμόγελο του
πατέρα της καθώς χάριζε στην οχτάχρονη κόρη του την μικρή αυτή
γατούλα. Βούρκωσε από συγκίνηση. Στο μυαλό της ήρθαν εικόνες παιδικές. Θυμήθηκε
την γάτα που είχε σώσει ο πατέρας. Την είχε ονομάσει Ρόζα. Θυμήθηκε πόσο είχε
κλάψει την ημέρα που πέθανε, μόλις ένα χρόνο μετά. Έπειτα, θυμήθηκε πόσο
χαρούμενος ήταν ο πατέρας της όταν είδε την χαρά που προξένησε στην μικρή Ελιζαβέτα την ημέρα των γενεθλίων της.
Η ευτυχία του πατέρα της πήγαζε από την χαρά που έδινε στους άλλους. Δεν
ζητούσε ποτέ αντάλλαγμα. Ένιωθε ευχαρίστηση βλέποντας την ευχαρίστηση των
άλλων. Και ήταν πάντα γεμάτος αισιοδοξία, γεμάτος ελπίδα. Η Ελιζαβέτα θυμήθηκε
πως κάθε πρωί τους έφτιαχνε πρωινό. Θυμήθηκε τα παράπονα της μητέρας της και το
«Όλα θα πάνε καλά» που της έλεγε ο πατέρας κάθε φορά που την έπιαναν οι
στενοχώριες της. Θυμήθηκε τον φόβο που την είχε κατακλύσει όταν ο πατέρας της
λύγισε, όταν παραιτούνταν από την ζωή
κάθε μέρα όλο και πιο πολύ καθώς καταλάβαινε ότι αρρώσταινε, καθώς αρνούνταν να
αποδεχτεί τον θάνατο. Ο πατέρας την είχε κουράγιο και προσπαθούσε μέχρι το
τέλος, ακόμη και όταν είχε χάσει πια τον εαυτό του. Προσπαθούσε για τα παιδιά του και για την
γυναικά του και επειδή ήθελε να δίνει αξία στην ζωή του και στις ζωές των
άλλων, να εκτιμά την αγάπη και την ευτυχία.
Η Ελιζαβέτα τότε κατάλαβε ποια ήταν η θέση της απέναντι στον εαυτό
της, απέναντι στην οικογένεια της και απέναντι στην ίδια της την ζωή. Το πνεύμα
είχε εξαφανιστεί. Τώρα θα της δίνονταν μια καινούργια ευκαιρία, το ένιωθε.
Άνοιξε τα μάτια της και σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι. Ήταν αληθινά αυτά που είχε δει; Είχε σημασία;
Όχι. Δεν είχε σημασία! Είχε καταλάβει αυτό που έπρεπε να καταλάβει τόσο καιρό.
Προχώρησε προς την ντουλάπα της, έβγαλε το παλτό της και το φόρεσε. Βιαστικές
κινήσεις. Από το συρτάρι του κομοδίνου
της έβγαλε έναν φακό. Η ώρα ήταν 5. Το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς, σχέδια,
πατέρας, μητέρα, αδελφός, οικογένεια, όλα είχαν αρχίσει να μπαίνουν στην θέση
τους. Άνοιξε την εξώπορτα και έφυγε. Ο παγωμένος
άνεμος, ο κατάμαυρος ουρανός βρίσκονταν έξω από το σπίτι της από την μέρα που
γεννήθηκε. Ασυνείδητα της έδιναν κουράγιο και δύναμη. Η ίδια όμως είχε αλλάξει, είχε χάσει την
ανθρωπιά της. Έπρεπε να την διεκδικήσει ξανά. Έστριψε δεξιά. Δεν δίστασε αυτή
τη φορά. Μπήκε μέσα στο στενό σοκάκι και ψηλάφισε τα τούβλα ελπίζοντας να βρει
κάποιο σημάδι ζωής. Ήταν ακόμα εκεί. Η γάτα που είχε αρνηθεί να σώσει την
προηγούμενη ημέρα, το πλάσμα που την επισκέφθηκε στον ύπνο της. Με απαλές και
ελεγχόμενες κινήσεις την πήρε στα χέρια της. Την χάιδεψε απαλά και της ψιθύρισε
«Θα σε σώσω μικρή και μαζί θα σώσω και την οικογένεια μας, τι λες;» Η γατούλα
κοντανάσανε.
«Κάτι πρέπει να κάνουμε» είπε στην μητέρα της
δείχνοντας την γάτα που φαίνονταν τώρα τρομοκρατημένη στην αγκαλιά του Βάνια.
Δεν της απάντησε. Η Ελιζαβέτα σκέφτηκε να της φωνάξει. Δεν το έκανε όμως.
Εστίασε την προσοχή στον αδερφό της. «Πρέπει να βρούμε γάζες, γάλα, και μια κουβέρτα μικρή και ζεστή. Εσύ βρες γάλα.»
Το μικρό παιδί άφησε την γάτα πάνω στο
σκονισμένο χαλάκι και έφυγε γεμάτος αγωνία και ευχαρίστηση.
Η μητέρα τους παρακολουθούσε επίμονα καθώς καθάριζαν το τρίχωμα,
περιποιούνταν τις πληγές , την τάιζαν και την τύλιγαν με δύο και τρείς
κουβέρτες. Η μητέρα με τα μάτια καρφωμένα στο τζάκι της είπε:
«Γιατί τα κάνεις όλα αυτά;»
«Για εμάς και για τον πατέρα και για το γατάκι». Η Ελιζαβέτα την κοίταξε στα μάτια. Η μητέρα
για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό την κοίταξε και αυτή. Της χαμογέλασε και δάκρια κύλησαν στα
μάγουλα της. Ήταν ο τρόπος της να ζητάει συγγνώμη. Η κοπέλα το ήξερε. Σηκώθηκε
από την καρέκλα της και την αγκάλιασε. Συνειδητοποίησε πόσο πολύ
της είχε λείψει αυτή η μητρική τρυφερότητα. Η μητέρα, έπειτα, αγκάλιασε τον
Βάνια, έφυγε από το σαλόνι και καθώς
γύρναγε κρατούσε στα χέρια της ένα κουτί. Το ακούμπησε πάνω στο φθαρμένο χαλάκι
και από μέσα έβγαλε μια γιρλάντα και κόκκινες σκονισμένες μπάλες. «Μένει μόνο
ένα δέντρο έ;» Ο Βάνια καθώς άκουγε την μητέρα του, δεν μπορούσε να πιστέψει
στα αφτιά του. «Τώρα, τώρα!» είπε και βγήκε σφαίρα από το σπίτι. Η κοπέλα έτρεξε
μαζί του. Καθώς έβγαιναν προς το δρομάκι
η μητέρα τους φώναξε «Μην αργήσετε!». Η Ελιζαβέτα την κοίταξε, κοίταξε
και το σπίτι τους, όλα θα άλλαζαν από εδώ και πέρα. Ο πατέρας της θα ήταν
περήφανος, ήταν και η ίδια περήφανη.!